σασπένς

σασπένς
το, Ν
άκλ. αγωνιώδης αβεβαιότητα και προσμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. suspense «εκκρεμότητα, αβεβαιότητα, αγωνία» (< λατ. suspendo «κρεμώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γκριν, Γκράχαμ — (Graham Greene, Χέρφορντσαϊντ 1904 – 1991). Άγγλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Στο έργο του πραγματεύεται, συχνά με την τεχνική των θρίλερ, μερικά θέματα προσφιλή στον χριστιανικό υπαρξισμό. Ο Γ. στράφηκε προς τον καθολικισμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”